Τα άρθρα αυτού του ιστολογίου αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία του συγγραφέα τους. Όλα ανεξαιρέτως έχουν δημοσιευθεί κατά καιρούς στην έντυπη εφημερίδα "ΡΕΘΕΜΝΟΣ" και μεγάλο μέρος στο ηλεκτρονικό περιοδικό "ΑΓΟΝΗ ΓΡΑΜΜΗ".
Όσα θέματα αναρτώνται σε αυτό το ιστολόγιο από διαφορετική πηγή , ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΑΝΤΑ στην αρχή ή στο τέλος του θέματος ο αντίστοιχος σύνδεσμος.
Επιτρέπεται ελεύθερα, η αντιγραφή, αποδελτίωση και δημοσίευση αποσπασμάτων όλων των αναρτήσεων, με απλή αναφορά του ονόματος του συγγραφέα και της πηγής προέλευσης τους
( Λουλούδης Ηλίας http://carot-cherries.blogspot.com/)

Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2011

Δελφίνια - Μια αληθινή ιστορία αγάπης


Μια αληθινή ιστορία αγάπης
Αυτή η πραγματική αλλά απίστευτη ιστορία δημοσιεύεται με την άδεια του φίλου Μιχάλη Μπαγιαρτάκη τον οποίο ευχαριστώ θερμά . Το συντακτικό και η ορθογραφία του κειμένου είναι όπως και στο πρωτότυπο.  
Είναι απίστευτο πόσο καμιά φορά μπορούμε στη ζωή μας να δούμε καθαρά και απλά την αγάπη και τότε ούτε ο καλύτερος καθηγητής, ούτε το καλύτερο σχολείο δεν μπορεί να μας διδάξει, δεν μπορεί να μας κάνει να ζηλέψουμε που δεν έχουμε τόσο μεγάλα συναισθήματα και να απορούμε που βρίσκουν τη δύναμη μερικά πλάσματα να αγαπήσουν τόσο.
Η ιστορία ξεκινά στην Αγία Γαλήνη, ένα ψαροχώρι στη νότια Κρήτη, όταν δυο μικρά αλιευτικά ετοιμάζουν ένα μικρό σχετικά ταξίδι, στην κατά 38 μίλια Γαύδο. Το ένα το έλεγαν «Άγιος Φραγκίσκος» και ήταν μεγαλύτερο, 12,5 μέτρα και το άλλο ήταν το «Άγιος Στυλιανός» 9 μέτρα. 
Ήταν Αύγουστος του 1977 και τα μελτέμια τη χρονιά εκείνη ήταν πολύ δυνατά και δεν επέτρεπαν στην Κρήτη, τις περισσότερες ημέρες, το ψάρεμα. Στον «Άγιο Φραγκίσκο» ήταν πέντε άτομα με καπετάνιο τον Επαμεινώνδα, στο «Άγιος Στυλιανός» τρία με καπετάνιο το Γιώργη, αυτοί οι δυο ήταν αδέρφια. Ξεκίνησαν 9 Αυγούστου για να είναι πίσω την προπαραμονή της Παναγίας. 
Το μελτέμι ήταν πολύ δυνατό, γι' αυτό έπρεπε να πάνε γιαλό-γιαλό μέχρι τα Σφακιά και μετά από το Λουτρό που εκεί κόβει να κάνει καραντί στη Γαυδοπούλα και από εκεί στη Γαύδο.
Τα δύο τρεχαντήρια έφτασαν στη Γαύδο στις 5 το απόγευμα και άρχισαν να ετοιμάζουν τη βραδινή καλάδα. «Αν έχει ψάρι θα καλάρουμε περίπου τα ίδια νερά», έλεγε ο καπετάν Νώντας, «καλά θα πάει», του έλεγε ο Γιώργης, «αλλά φοβούμαι τα δελφίνια».
Τα χρόνια εκείνα τα δελφίνια ήταν επικηρυγμένα για τις ζημιές που έκαναν στους ψαράδες με 500 δραχμές το ένα, όταν το μπαρμπούνι, έκανε 30 δραχμές το κιλό. Όπως το συζητούσαν πρότειναν στον καπετάν Νώντα που ήταν και ο πιο κουρασμένος, μια και αυτός τραβούσε το πιο μικρό αλιευτικό μέχρι τη Γαύδο, να κάτσει στο «Στυλιανός» και να πάνε οι άλλοι με το «Φραγκίσκος» να τραβήξουν τα δίχτυα και των δύο. Έτσι και έγινε. Όταν βράδιασε, έφυγαν όλοι με το «Φραγκίσκος» και αυτός έμεινε στο αγκυροβολημένο «Στυλιανός».Όταν άρχισαν οι άλλοι, να μαζεύουν τα δίχτυα ήταν ολοφάνερο ότι τους είχαν βρει τα δελφίνια, και ενώ πότε-πότε στα δίχτυα ήταν ψάρια, πότε-πότε ήταν σκισμένα και κρεμόταν κομμάτια. Τότε άρχισαν οι βρισιές και οι κατάρες. Ο καπετάν Νώντας, στο «Στυλιανός», μόνος αφού ξεκουράστηκε λίγο, σκέφτηκε να ανοίξει το ράδιο για να ακούσει τον καιρό και έπεσε πάνω σε κάτι πολύ ωραία τραγούδια. Θεώρησε καλό να τα βάλει στο Ραδιοτηλέφωνο, για να διασκεδάσει λίγο και τους άλλους που δουλεύανε, μια και ήξερε σε ποιο κανάλι ακούνε. Το τραγούδι ακουγόταν στο «Φραγκίσκος», δυνατά μέσα στη νύχτα, με αποτέλεσμα να προσελκύει τα δελφίνια και να έρθουν πάρα πολύ κοντά στο τρεχαντήρι. Ένα φύσημα ακούστηκε που σήμαινε ότι τα δελφίνια ήταν δίπλα. Τότε πάνω στο θυμό και την απελπισία για τον κόπο τόσων ανθρώπων, τα έξοδα και τα δίχτυα που είχαν πάθει ζημιά, ο υπογράφων το κείμενο και ο πρώτος γιος του καπετάν Νώντα πηδάει στο αμπάρι και αρπάζει το όπλο που είχε εκεί ο καπετάνιος. Ανεβαίνει και με το λίγο φως, βλέπει το δελφίνι που ήταν τόσο κοντά λόγω της μουσικής, του ρίχνει και με την πρώτη το βλέπει να γυρίζει ανάποδα. Μπράβο, φώναξαν οι άλλοι, πρέπει να το πέτυχες. Μάζεψαν μετά και τα υπόλοιπα δίχτυα που δεν τα είχαν βρει τα δελφίνια και είχαν ψάρια. Όταν τέλειωσαν και πήγαν να πάρουν τον καπετάν Νώντα, του είπαν τι έγινε και τους έδωσε συγχαρητήρια, αφού είχαν πιάσει και ψάρια. Είπαν να ρίξουν τα δίχτυα ξανά, περίπου στο ίδιο μέρος και το πρωί, με το φως την ημέρας, να δουν αν μπορούν να πάρουν το κεφάλι του δελφινιού, για τις 500 δραχμές, που έδινε το Λιμεναρχείο.Το πρωί, τα δίχτυα είχαν καλά ψάρια και όλοι ήταν χαρούμενοι. Όπως προχωρούσα και πλησίαζα στο σημείο όπου χθες είχα σκοτώσει το δελφίνι, βλέπω ένα άλλο να βουτάει, αλλά χωρίς να πειράζει και να σκίζει δίχτυα. Όλοι πάλι φωνάζουν, το τουφέκι, το τουφέκι γρήγορα. Σε άλλη περίπτωση, το δελφίνι και μόνο στη θέα του τουφεκιού, θα είχε απομακρυνθεί πολύ, όμως, τι παράξενο, ακόμη και όταν ο καπετάνιος, άρχισε να το πυροβολεί, αυτό όχι μόνο δεν έφυγε, αλλά ερχόταν, όλο και πιο κοντά. Όμως, για καλή του τύχη και ενώ δε φαινόταν δύσκολο, δεν καταφέραμε να το σκοτώσουμε και αφού τέλειωσαν τα φυσέκια, το αφήσαμε ήσυχο και κάναμε τη δουλειά μας. Όταν τελειώσαμε με τα δίχτυα, περάσαμε από το σημείο όπου εξακολουθούσε να βουτά το δελφίνι. Ήταν βάθος 9 οργιές, δηλαδή μόνο 15 μέτρα και φαινόταν καθαρά στον πάτο το σκοτωμένο. Τότε όλοι είπαμε να το τραβήξουμε, να πάρουμε το κεφάλι, για τις 500 δραχμές, όμως ο καπετάνιος είπε όχι, γιατί αυτό που το βλέπει, είναι το ταίρι του και όσο το βλέπει θα είναι εκεί και δε θα μας ενοχλεί με τα δίχτυα μας, και όταν είναι να φύγουμε, τότε το παίρνουμε.
Πέρασαν δυο ημέρες και ενώ εμείς περνούσαμε, το βλέπαμε να είναι εκεί και να βουτά συνέχεια πάνω από το άλλο και να πλησιάζει προκλητικά και να τρίβεται στο καΐκι, αλλά εμείς δεν είχαμε φυσέκια να το σκοτώσουμε. Ευτυχώς, όμως ένα άλλο καΐκι από τον Κόκκινο Πύργο, το «Καπετάν Μανώλης», που είχε έρθει και αυτό για ψάρια, περνώντας από εκεί, είδε το δελφίνι που πλησίασε κοντά-κοντά και με την πρώτη τουφεκιά το σκότωσε. Στο Ραδιοτηλέφωνο που μιλήσαμε, ο καπετάνιος του μας είπε «εδώ, ένα δελφίνι, ήρθε και αυτοκτόνησε». Του εξηγήσαμε τι είχε συμβεί και τον ρωτήσαμε, αν θα πάρει αυτός το ένα και εμείς το άλλο, για το Λιμεναρχείο. Σε λίγο, μας πήρε πάλι και μας είπε, πάρτε τα εσείς και τα δύο. Όταν τον ρωτήσαμε γιατί, μας απάντησε, όταν θα πάτε θα δείτε.
Όταν το ταξίδι τελείωνε και φεύγαμε, σταματήσαμε για να δούμε. Βλέπουμε το δεύτερο δελφίνι, να έχει πάει από εκεί όπου το χτύπησαν και να έχει πέσει πάνω ακριβώς στο άλλο. Κανείς τότε δε μίλησε, ούτε κανείς ήθελε να το πάρουμε. Κάναμε σιγά σιγά σα να μη θέλαμε να τα ξυπνήσουμε και μετά από πολύ απόσταση, ανοίξαμε στροφές, για να φύγουμε. 
Στο μυαλό μας μέσα γύριζε συνέχεια η ερώτηση, τι ήταν αυτό που είχαν μοιραστεί, τι ήταν αυτό που τα ένωσε τόσο πολύ, ώστε να προτιμήσουν να πεθάνουν μαζί, παρά να χωρίσουν.
Μήπως ήταν η αγάπη;
Ρέθυμνο, 2010


Ο Μιχάλης Μπαγιαρτάκης δούλεψε από πολύ μικρός, σε τράτες και ψαράδικα καΐκια, και σήμερα διατηρεί ιχθυοπωλείο, στο Ρέθυμνο στη δυτική γωνία του Δημοτικού κήπου.

Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΡΕΘΕΜΝΟΣ και στο περιοδικό ΦΑΡΦΟΥΛΑΣ τεύχος 13 Σεπτέμβρη 2010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου